- βρέξιμο
- τοτο ράντισμα με νερό, το κατάβρεγμα: Για να μαλακώσουν τα παξιμάδια θέλουν βρέξιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βρέξιμο — το [βρέχω] 1. η βροχή 2. το κατάβρεγμα ή ράντισμα κάποιου (πράγματος) με νερό ή άλλο υγρό … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
βαλανείον — βαλανεῑον, το (AM) και βαλάνειον και νιόν, το (Μ) λουτρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα βαλανεύς, βαλανείον είναι λέξεις της αττικής κυρίως διαλέκτου που δεν απαντούν στον Όμηρο και δεν εμφανίζονται πριν από τον Αριστοφάνη και τον Πλάτωνα. Υποστηρίχθηκε ότι… … Dictionary of Greek
βρέξη — η (Α βρέξις) [βρέχω] βρέξιμο, ύγρανση … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
δεύσις — ( εως), η [δεύω (Ι)] 1. η άρδευση, η ύγρανση, το βρέξιμο 2. η βαφή με ανεξίτηλα χρώματα … Dictionary of Greek
επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή … Dictionary of Greek
επίβρεξη — η 1. το βρέξιμο τής εξωτερικής επιφάνειας 2. ο τρόπος γονιμοποίησης τού ωαρίου με εξαπόλυση τού σπέρματος επάνω του, έξω από το μητρικό σώμα (όπως συμβαίνει σε ορισμένα είδη ψαριών) … Dictionary of Greek
επίτεγξις — ἐπίτεγξις, ἡ (Α) [επιτέγγω] 1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό 2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό 3. υγρή κατάσταση … Dictionary of Greek